- παιδεύομαι
- παιδεύομαι, παιδεύτηκα βλ. πίν. 18——————Σημειώσεις:παιδεύομαι : η αρχαία έννοια → μορφώνω έχει επιβιώσει στη μτχ. πεπαιδευμένος (μορφωμένος).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παιδεύομαι — παιδεύω bring up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδεύω — παίδεψα, παιδεύτηκα, παιδεμένος 1. βασανίζω, ταλαιπωρώ, τυραγνώ: Μην το παιδεύεις το παιδί με βαριές δουλειές. 2. μέσ., παιδεύομαι ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι: Παιδεύομαι όλη μέρα για να τα βγάλω πέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωνιώ — (Α ἀγωνιῶ, άω) [ἀγωνία] κατέχομαι από αγωνία, ανησυχώ υπερβολικά, φοβάμαι νεοελλ. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, παιδεύομαι, μοχθώ αρχ. αγωνίζομαι με προθυμία και ζήλο, παλεύω, συναγωνίζομαι … Dictionary of Greek
εμπαιδεύω — ἐμπαιδεύω (Α) 1. «ἐμπαιδεύω τισίν» διδάσκω ανάμεσα σε κάποιους 2. «ἐμπαιδεύομαι ἐλευθέροις τρόποις» παιδεύομαι, ανατρέφομαι σε περιβάλλον που ταιριάζει σε ελεύθερους … Dictionary of Greek
παιδεύω — (ΑΜ παιδεύω) 1. αναπτύσσω κάποιον πνευματικά και ηθικά, παιδαγωγώ, εκπαιδεύω 2. διαμορφώνω τον πολιτισμό, την πνευματικότητα ενός έθνους, ενός λαού ή μιας κοινωνικής ομάδας («τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ὁ ποιητής», Πλάτ.) 3. κολάζω, τιμωρώ (α. περκαλώ … Dictionary of Greek
μαρτυράω — / μαρτυρώ, μαρτύρησα βλ. πίν. 58 και πρβλ. μαρτυρώ Σημειώσεις: μαρτυράω – μαρτυρώ : με την έννοια βασανίζομαι, παιδεύομαι χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο (μαρτύρησα). Απαντάται στο γ πρόσωπο του ενεστ. με την ειδική έννοια → φανερώνει,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαρτυρώ — μαρτυρώ, μαρτύρησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. μαρτυράω Σημειώσεις: μαρτυράω – μαρτυρώ : με την έννοια βασανίζομαι, παιδεύομαι χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο (μαρτύρησα). Απαντάται στο γ πρόσωπο του ενεστ. με την ειδική έννοια → φανερώνει,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ԽՐԱՏԻՄ — ( ) NBH 1 0993 Chronological Sequence: Unknown date, 8c հ. ըստ յն. ոճոյ. որ եւ Վարդապետիմ, Ուսանիմ. παιδεύομαι, ἑπιπαιδεύομαι doceor, instruor. *Ռատամանթեւս բարի այր խրատեալ էր առ ʼի մինովայ՝ ոչ բոլոր թագաւորական արհեստն. Պղատ. մինովս.: *Մեծամեծ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)